ἱκετευτικά

ἱκετευτικά
ἱκετευτικός
supplicatory
neut nom/voc/acc pl
ἱκετευτικά̱ , ἱκετευτικός
supplicatory
fem nom/voc/acc dual
ἱκετευτικά̱ , ἱκετευτικός
supplicatory
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εντυγχάνω — ἐντυγχάνω (AM) 1. (με δοτ. προσ.) κατά τύχη συναντώ, απαντώ, βρίσκω κάποιον («ἐντυγχάνοντες ἀλλήλοισι» συναντώντας ο ένας τον άλλο, Ηρόδ.) 2. (για κείμενα, βιβλία, επιστολές κ.λπ.) παίρνω κατά τύχη στα χέρια μου, (και επομένως) διαβάζω, μελετώ 3 …   Dictionary of Greek

  • δεητικός — ή, ό (AM δεητικός, ή, όν) παρακλητικός, ικετευτικός («δεητική φωνή») νεοελλ. μσν. επίρρ. δεητικά (Μ δεητικῶς) με παρακάλια, ικετευτικά μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ δεητικόν δέηση, ικεσία αρχ. ο διατεθειμένος να ζητήσει κάτι ή να παρακαλέσει για κάτι·… …   Dictionary of Greek

  • ευκτικός — ή, ό (ΑΜ εὐκτικός, ή, όν) 1. αυτός που εκφράζει ευχή, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ευχή, ο κατάλληλος για ευχή, ο ευχετικός, ο παρακλητικός (α. «εὐκτικὸ ἐπίρρημα», Απολλ. Δύσκ. β. «εὐκτικοὶ ὕμνοι», Μέν. Ρήτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ευκτική (ενν …   Dictionary of Greek

  • ικετικός — ή, ό (ΑΜ ἱκετικός, ή, όν) [ικέτης] ικετευτικός. επίρρ... ικετικώς (ΑΜ ἱκετικῶς) ικετευτικά, παρακλητικά …   Dictionary of Greek

  • καθικετεύω — (AM καθικετεύω, Α ιων. τ. κατικετεύω) (ενεργ. και μέσ.) ικετεύω κάποιον υπερβολικά, εκλιπαρώ, θερμοπαρακαλώ, ζητώ κάτι ικετευτικά (α. «διὸ καὶ τὸν Κάτωνα πολλὰ μὲν αἱ γυναῑκες οἴκοι δακρύουσαι καθικέτευον», Πλούτ. β. «καθικετεύων, ἐξαιτῶν,… …   Dictionary of Greek

  • κατευκτικός — κατευκτικός, ή, όν (Α) [κατεύχομαι] παρακλητικός, ικετευτικός. επίρρ... κατευκτικῶς (Α) με παρακλήσεις, ικετευτικά, με ευχές …   Dictionary of Greek

  • παρακαλεστός — και παρακαλετός, ή, ό / παρακαλεστός, ή, όν, ΝΜ [παρακαλώ] 1. αυτός που κάνει κάτι έπειτα από παρακλήσεις, χαριστικά («παρακαλεστός σκαφτιάς μια δουλεύει, δυο χαζεύει», παροιμ. φρ.) 2. αυτός που γίνεται με ικεσίες, με παρακλήσεις, με παρακάλια… …   Dictionary of Greek

  • παρακαλώ — έω και άω / παρακαλῶ, έω, ΝΜΑ 1. ζητώ ικετευτικά και επίμονα από κάποιον να κάνει κάτι για χάρη μου, χωρίς να είναι υποχρεωμένος, διατυπώνω παράκληση («μη, παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου», Οδ. Ελύτης) 2. απευθύνω δέηση, ικεσία στον Θεό… …   Dictionary of Greek

  • παρακλητικός — ή, ό / παρακλητικός, ή, όν, Ν ΜΑ [παρακαλώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράκληση, ικετευτικός νεοελλ. μσν. 1. το θηλ. ως ουσ. η Παρακλητική εκκλ. λειτουργικό βιβλίο τής Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας το οποίο περιέχει κανόνες και τροπάρια …   Dictionary of Greek

  • χειραπλώ — όω, Α απλώνω το χέρι ικετευτικά, επαιτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἁπλῶ «εκτείνω, απλώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”